- ακροκόμης
- ἀκροκόμης, ο (Α)ο ακρόκομος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκροκόμαι — ἀκροκόμης masc nom/voc pl ἀκροκόμᾱͅ , ἀκροκόμης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρόκομος, -η, -ο — και ακροκόμης (μόνο αρσ.) 1. αυτός που έχει μαλλιά μονάχα στην κορφή του κεφαλιού: Ήταν ακρόκομος, αλλά κατάφερνε να μην του φαίνεται. 2. αυτός που έχει φύλλωμα μόνο στην κορφή: Στο περιβόλι μας υπήρχε ένα γέρικο ακρόκομο κυπαρίσσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκροκόμου — ἀκρόκομος with hair on crown masc/fem/neut gen sg ἀκροκόμης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)